- μυστηριωδία
- μυστηρι-ωδία, ἡ,A mysticism, Sch.Luc.Lex. 7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυστηριωδία — μυστηριωδία, ἡ (Α) [μυστηριώδης] η μυστικότητα, η ασάφεια, το μυστηριώδες … Dictionary of Greek
μυστηριωδίαν — μυστηριωδίᾱν , μυστηριωδία mysticism fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)